Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Τάσος η

См. также в других словарях:

  • Γουδέλης, Τάσος — (Αθήνα 1949 –). Νομικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Είναι μόνιμος συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού Το Δέντρο, διδάσκει το μάθημα… …   Dictionary of Greek

  • Ισαάκ, Τάσος — (Παραλίμνι Κύπρου 1972 – Αμμόχωστος 1996). Κύπριος αγωνιστής. Ύστερα από την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου, ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις του πατέρα του, στην τουριστική περιοχή του Παραλιμνίου. Στις 11 …   Dictionary of Greek

  • Λειβαδίτης, Τάσος — (Αθήνα 1921 – 1988). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1947 συνελήφθη για τα αριστερά του φρονήματα και την πολιτική του δράση και εκτοπίστηκε έως το 1951 στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτοεμφανίστηκε στη …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Τάσος — (Σαλιχλί Μικράς Ασίας 1913 – 1994). Λογοτέχνης. Επιδόθηκε κυρίως στη συγγραφή μυθιστορημάτων και διηγημάτων και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του (κρατικά βραβεία λογοτεχνίας και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Ακόμα, υπήρξε αξιόλογος… …   Dictionary of Greek

  • Βουρνάς, Τάσος — (Αθήνα 1914 – 1990). Φιλόλογος, ιστορικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη της νεότερης ιστορίας και λογοτεχνίας μας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Καλούτσας, Τάσος — (Θεσσαλονίκη 1948 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με… …   Dictionary of Greek

  • Μπουντούρης, Τάσος — (1955 –). Ιστιοπλόος και Ολυμπιονίκης. Από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της ελληνικής ιστιοπλοΐας, ο Μ. το 1980 κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία των σκαφών Σόλινγκ στους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας (με πλήρωμα τους… …   Dictionary of Greek

  • Νερούτσος, Τάσος — (Αθήνα 1826 – Αλεξάνδρεια 1892). Αρχαιολόγος και γιατρός. Σπούδασε φιλολογία και ιατρική στο Μόναχο με υποτροφία του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα. Το 1851 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου παράλληλα με την άσκηση της ιατρικής,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Алфонсатос-Типалдос, Константинос — Константинос Алфонсатос Типалдос Κωνσταντίνος Αλφονσάτος Τυπάλδος Род деятельности: вице адмирал Дата рождения: 1873 год(1873) …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»